Τετάρτη 15 Αυγούστου 2012

Φύση, Μητέρα, Παναγία


TOY ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
Όψεις της μητρικής λατρείας στο έργο του Άγγελου Σικελιανού
Σε καιρούς κοινωνικής εξάρθρωσης, όταν ο άνθρωπος νοσταλγεί ακόμη πιο πολύ τη μυθική χαμένη του ενότητα, η αληθινή ποίηση έρχεται όχι απλώς να παρηγορήσει, αλλά να διατυπώσει τον λόγο που θα ανοίξει τον δρόμο προς τη νέα κοινή συνείδηση. Τη συνείδηση αυτή αναζητά κι ο θρυμματισμένος άνθρωπος της εποχής μας, αρκετά καχύποπτος πια για τον επιστημονικό θετικισμό στον οποίο αναθέσαμε κάποτε την υπόθεση της Αλήθειας, καταφρονώντας πολύ εύκολα το βίωμα του λαού μας και τις μορφές που με ένταση το κοινοτικό μας Σώμα λάτρεψε. Δεν ήταν βέβαια άδικη αυτή η στάση. Καπηλεία, εκμετάλλευση και ταρτουφισμός διέστρεφαν συχνά το βίωμα τούτο. Μα όποτε υπήρξαν στιβαρές πνευματικές προσωπικότητες, φωτίστηκε πλέρια η αλήθεια αυτού του βιώματος. Μια τέτοια προσωπικότητα ήταν ο Άγγελος Σικελιανός, που με την πορεία της ψυχής του προς την κατάκτηση της ενιαίας και μείζονος συνείδησης της Ζωής (βλέπε τον Πρόλογο του Λυρικού Βίου) μας υπενθύμισε πως η ποίηση μπορεί, ως αναζωπύρωση πανάρχαιων θρησκευτικών μύθων, να αποτελέσει τη «βασιλική οδό» προς εκείνη την εποπτεία που ενώνει τέχνη και ζωή στην υπόθεση της απελευθέρωσης του ανθρώπου.


Φυσικά, στην κομματιασμένη συνείδηση του ταξικού πολιτισμού, η αισθητική, η θεωρητική και η θρησκευτική λειτουργία δεν θα μπορούσαν να ενωθούν χωρίς μια κάποια σκοπιμότητα. Σκοπιμότητα που συσκοτίζει ακόμη και τα αρχέγονα σύμβολα, αυτά που ορίζουν το θεμέλιο της ποιητικής ιδέας του Σικελιανού για την αναγέννηση του ανθρώπου και την επιστροφή στη μεγάλη Μήτρα του Παντός.

Ο Σικελιανός συνειδητοποίησε πολύ νωρίς ότι ο θεμελιακός πολιτισμός στη ζωή όλων των λαών είχε ως βάση την αρχή της Μητρότητας. Ένας παγκόσμια στοργικός, ουσιαστικά πνευματικός πολιτισμός που ήταν συνυφασμένος με τη γη, με τη φύση και με τα πρωταρχικά κίνητρα και αιτήματα της ζωής (βλέπε Ελευσίνια Διαθήκη, δ' ομιλία, Νέα Γράμματα, Μάρτιος 1936). Η Μητέρα - Γη είναι η πρώτη οικουμενική θεότητα και η λατρεία της είναι συμβολική έκφραση του μυστηρίου της γονιμότητας της γης αλλά και της ίδιας της γέννησης του ανθρώπου. Αυτό το βαθύτατο νόημα που φωτεινά και καθαρά προβάλλει η Ελευσίνια Δήμητρα (Γη μήτηρ) το έκλειναν μέσα τους η Δίκτυννα, η Άσχερα, η Ίσις, η Κυβέλη, η Ρέα, η Αστάρτη, η Νειθ, η Αναΐτις. Όλες δηλαδή οι μητέρες θεές, όλων των λαών (Ελευσίνια Διαθήκη, γ' ομιλία, Νέα Γράμματα, Φεβρουάριος 1936).

Η μορφή της Πρώτης Μητέρας βρίσκεται διάσπαρτη σε όλο το σικελιανικό επίτευγμα και όχι μόνο στα ποιήματα που συναρθρώνουν το περίφημο έργο «Μήτηρ Θεού», όπου ορίζεται η πρώτη εικόνα της μητέρας φύσης και ο εξαγιασμός της μέσω του ζωοποιού βάθους του θανάτου. Αυτή ακριβώς η θέαση είναι που οδηγεί τον ποιητή να βλέπει τον θάνατο και ως Κοίμηση συνδέοντας την κοίμηση της Παναγίας με την κοίμηση της Φύσης.

Βέβαια, και αυτή η εκδοχή θανάτου δεν παύει να γεννάει την απορία: «Αλλά την Κοίμησή Σου, όπου μετάλαβα τη γνώρα του θανάτου, πώς να τηνε πω;» αναρωτιέται ο ποιητής στη «Μάνα του γιου του ανθρώπου» (στον κύκλο «Η συνείδηση της πίστης»), όπου η Μητέρα αποκαλύπτεται στον ποιητή όχι με τη γαλήνη που κοιμίζει τους πολλούς, αλλά σαν άνεμος που σείει όλη την πλάση. Ακολουθώντας βήμα - βήμα την πορεία της, ο ποιητής φτάνει ώς το τέλος. Μα ακόμη κι εκεί το αίνιγμα μοιάζει άλυτο:
«Άλυτον έκανες τον κόμπο των χεριών μου / σε μακάρια προσμονή,/ και η λησμονιά του κόσμου, / π’ άνοιγες βαθιά μου,/ ως ύπνος τ’ άγριου κύκνου / που κοιμάται / με κρυμμένο το κεφάλι κάτου απ’ το φτερό!».

Στάμνα της ζωής, η Πρώτη Μητέρα αποκοιμήθηκε «μες στης γης και του πελάου τα μύρα». Όμως ο τάφος, «μετάξι όπου τυλίχτη η τίμια της ζωής ελπίδα» που θα είναι άδειος, εμπνέει: «Ω Μάνα, / δώσε, με τον έρωτα όλο να ετοιμάσω / για την ώρα εκείνη το κορμί!». Να λοιπόν που η ώρα του θανάτου αποκαλύπτεται ως ώρα της ζωής. Μια βαθύτατη αίσθηση της φύσης, μια μυστική συμβίωση που θα θεμελιώνει την ηθική στα αιτήματα της ζωής και το δίκαιο στην αδελφοσύνη, όχι με δόγματα και αλήθειες a priori τεθειμένες, αλλά «με τρίμματα, έστω της εσώτατης υπαρξιακής μέθεξης μπροστά στο σύνολο Μυστήριο».

Με αυτά τα τρίμματα χτίζει ο ποιητής τη φωλιά που θα συγκρατεί την αυθεντική του ψυχική θερμοκρασία και θα εξηγεί το θάνατο, μεταμορφώνοντάς τον σε αίτιο Δημιουργικό. Μια φωλιά της ζωής, σαν αυτή που από πλήθος «χνούδια και πούπουλα, μικρά φτερά, ξυλάκια, φύλλα, / όσα σωρεύει το πουλί στου δάσου τη μαυρίλα» και που δεν είναι άλλη από τη μεγάλη μήτρα της φύσης.

Απέναντι στις ιδέες αυτές, που απηχούν έναν πανάρχαιο μητριαρχικό μύθο, στέκουν οι αυθαίρετοι θεοί ενός ληστρικού ανδρισμού, τα πυρετικά σύμβολα της λείας και της εκμετάλλευσης. Ο κόσμος της ταξικής βίας όπου οι οργανικοί δεσμοί με τη ζωή και τη φύση έχουν σπάσει. Η απομάκρυνση από την πανάρχαια θρησκεία της μητέρας γης έφερε κομμάτιασμα της πνευματικής δημιουργίας, ανεύθυνη ζωή, ανελεύθερη πράξη, διακοσμητική αίσθηση του ωραίου. Έφερε την κοινωνική ανισότητα και το οριστικό (στον πολιτισμό της εκμετάλλευσης) διαζύγιο σώματος και ψυχής. Θέαμα σπαραχτικό που αποτυπώνεται έξοχα στην «Ιερά Οδό» με την εικόνα της αιώνιας Μάνας (είτε Μεγάλη Θεά τη λέμε, είτε Δήμητρα, είτε Αλκμήνη, είτε Παναγία), σαν ένα «μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου του κόσμου, τωρινού και περασμένου, μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου του πόνου του πανάρχαιου».

Αν μητέρα και φύση ταυτίζονται στους αρχέγονους μύθους, στον ιστορικό χρόνο, μέσα από την αποσύνθεση του ελληνορωμαϊκού κόσμου και την ωρίμανση του ιουδαιοχριστιανικού πολιτισμού, αναδύεται μια μορφή μελαγχολική και με απόκοσμο φως ντυμένη, σύμβολο του πόνου και της καλοσύνης: η μορφή της Παναγίας, η μορφή μιας νέας Μητέρας Θεού που θα μερώσει την καρδιά του ανθρώπου και θα τον συμφιλιώσει με τους αιώνιους νόμους της ζωής και κυρίως με τον εσώτερο προδομένο εαυτό του.

Δυστυχώς όμως η λύτρωση και πάλι δεν ήρθε. Οι πολεμικοί άγιοι επιβλήθηκαν της Μητέρας. Ο Σικελιανός, χωρίς να απορρίπτει και τον πολεμικό μύθο της Παναγίας ως Υπερμάχου (βλέπε π.χ. το ποίημα Παρηγορήτισσα από τη σειρά των Επίνικων ή το «Δεκαπενταύγουστο του 1940»), δεν ξεχνά πως η Πλατυτέρα είναι η Μητέρα όλων των λαών και όλων των εθνών. Κυρίως όμως δεν ξεχνά πως η μητέρα του θεού λάμπει μόνο ως μητέρα του ανθρώπου, του ενιαίου, αδιάσπαστου ανθρώπου. Ως εγγύηση της συμφιλίωσης του ανθρώπου με τη φύση. Κι αν θέλουμε «το καντήλι της Κυράς, πάντα γιομάτο λάδι», θα πρέπει να αποσπάσουμε την άγια εικόνα της από τον ναό μιας ταξικής λατρείας που θέλει την πίστη ναρκωτικό και την Κοίμηση θάνατο της Ιστορίας και της Φύσης.

Ο Σικελιανός έδειξε πως δεν είναι σταθμός στην πορεία του λόγου ο μύθος. Και μας προτρέπει: να εμπιστευόμαστε την ψυχή μας και το αίσθημα που γεννά μια καμπάνα το δείλι. Έτσι εμπνεύστηκε άλλωστε (βλέπε το «Πάσχα των Ελλήνων») το πέμπτο ευαγγέλιο και «το μέγα στόρισμα της Παναγιάς» που κλείνει με τον έξοχο «Ύμνο στην Παναγία». Σαν μελτέμι αυγουστιάτικο, η πνοή της Μητέρας πάντα θυμίζει και πάντα ελκύει τα βλέμματα της ελληνικής φύσης στο σώμα της Γυναίκας που δεν θα πάψει να αποκαλύπτεται ως άξονας του κόσμου και εγγύηση της ζωής. Κι όσο βάρβαροι κι αν έγιναν για τον Λαό μας οι Καιροί, η αδρή εντολή του ποιητή, εντολή της Αιώνιας Μητέρας, σαν ευωδιά κυπαρισσιού, ακόμη μας σταματάει στον δρόμο για να μας πει:
«Εδώ να μείνεις είν’ καλά,
στην αυστηρή χαρά
όπου τα λείψανα ευωδάν,
κι ο Θάνατος
αρχάγγελος αμίλητος
βιγλίζει σαν το δέντρο αυτό,
εδώ να μείνεις
ή στης μάχης την καρδιά ν’ αγωνιστείς».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου