Τετάρτη 15 Αυγούστου 2012

Μια χελώνα το Δεκαπενταύγουστο


ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΜΗΤΣΟΥ
Η ΑΥΓΗ: 15/08/2012
Οι χελώνες ζούνε, λένε, διακόσια και τριακόσια χρόνια. Αυτό της δίνει μιαν αγέρωχη βεβαιότητα. Μιαν έπαρση
Είμαι στην αυλή του σπιτιού μου, στο χωριό.
Πίνω τον πρωινό καφέ. Δίπλα μου, στον κήπο, το χορτάρι θέριεψε. Έφτασε τους πενήντα πόντους ύψος. Πρέπει να βρω κάποιον να το κουρέψει. Αλλά πού να τον πετύχω σήμερα, δεκαπέντε Αυγούστου, της Παναγίας, μέρα μεγάλης γιορτής και χαράς;
Δεν είναι όμως η χαρά. Κάτι άλλο έρχεται.
Απίθανος θόρυβος ακούγεται πίσω μου. Ωσάν κάποιο μεγάλο ζωντανό να πλησιάζει έρποντας. Εάν είναι φίδι, θα πρέπει να είναι τεράστιο, βόας. Τέτοιο είδος δεν έχει στα μέρη μας. Ησυχάζω. Αλλά τότε τι διάολος είναι;
Είναι μια μεγάλη χελώνα. Βγαίνει μέσα από τα πυκνά χόρτα, αναδύεται και με θράσος σκαρφαλώνει στην πλακόστρωτη λόντζια. Στέκεται απέναντί μου και με κοιτάζει. Σαν να θέλει να λογαριαστεί μαζί μου. Να λύσει κάποια παλιά παρεξήγηση μεταξύ μας.

Τόσο μεγάλη χελώνα δεν έχω ξαναδεί. Με κοιτάει απαιτητικά λες και πρέπει ν’ αρχίσω να μιλάω πρώτος εγώ.
Είμαι εβδομήντα δύο χρόνων. Αλλά κρατιέμαι ακόμα. Έτσι λένε πολλοί. Εγώ όμως γνωρίζω την αλήθεια. Κρατιέμαι κρεμασμένος. Όπως το σφάγιο στο τσιγκέλι.
Την ίδια αλήθεια πρέπει να ξέρει και η χελώνα. Γι’ αυτό με αποπαίρνει, με αποδοκιμάζει, με οικτίρει.
Ανασηκώνεται μάλιστα επιδεικτικά στα πισινά της πόδια, πράγμα αδύνατο για χελώνα. Στο καύκαλο της κοιλιάς της υπάρχουν γράμματα. Γράμματα αχνά από το χρόνο, με ξεβαμμένη κίτρινη μπογιά.
Σκύβω και διακρίνω καθαρά. Διαβάζω επάνω το όνομα: Δέσποινα.
Εγώ το 'χω γράψει, ο ίδιος, δέκα χρόνια πριν, σε μια έκρηξη τρυφερότητας. Για να περάσει έτσι η αγαπημένη στον άλλο χρόνο, τον μακρινό, στην αιωνιότητα.
Σαν να χαίρεται μετά, σαν να επιτέλεσε τον σκοπό της, απομακρύνεται η χελώνα αργά.
Οι χελώνες ζούνε, λένε, διακόσια και τριακόσια χρόνια. Αυτό της δίνει μιαν αγέρωχη βεβαιότητα. Μιαν έπαρση.
Σηκώνομαι, πετάγομαι ορθός, αρπάζω ένα μπιτόνι βενζίνης παρατημένο στο πεζούλι και περιλούζω το ερπετό. Βγάζω ένα σπίρτο από την τσέπη μου -τα τελευταία δέκα χρόνια άρχισα να καπνίζω-, το ανάβω και το ρίχνω πάνω στο μοχθηρό πλάσμα.
Καίγεται αυτό, αναφλέγεται, βράζει. Κίτρινος καπνός ανεβαίνει ψηλά, φυσάει κι ένας αέρας, βρωμοκοπάει ο τόπος όλος. Το θηρίο βγάζει μικρές γυναικείες κραυγές, οιμωγές, ψιλές σα βελόνες. Εγώ πετάω τα ρούχα μου ένα - ένα. Τα ρίχνω πάνω στη φωτιά. Γιγαντώνεται η φλόγα. Ξεγυμνώνομαι ολόκληρος. Κλαίω με λυγμούς κι επαναλαμβάνω το όνομα. Το φωνάζω δυνατά.
Χτυπιέται η χελώνα πάνω στο γρασίδι, να σωθεί, περιστρέφεται στο χώμα, με τα πόδια της ψηλά. Μουντζώνει έτσι το Θεό, μουντζώνει και μένα. Με τα τέσσερα.
Σκέλεθρο γίνεται γρήγορα, σκελετός στο καβούκι της, στάχτη.
Την ίδια που έχω μέσα μου και με καίει και με ζεματάει δέκα χρόνια τώρα.
Σβήνεται και το όνομα. Χάνεται. Γράμμα το γράμμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου