Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010

Παραμύθι με όνομα – Το καλάθι με τα κάρβουνα


Στην Προκυμαία το ηλιοβασίλεμα ανάβει φωτιές. (Φωτογραφία Ελένη Μπίστικα, 2009)

Tης Eλενης Mπιστικα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 26 Δεκεμβρίου 2010

Ο κίνδυνος είναι που κάνει τα παραμύθια γοητευτικά και αθάνατα. Τι θα ’ταν η Κοκκινοσκουφίτσα χωρίς τον Λύκο, η Χιονάτη χωρίς την κακιά βασίλισσα με τον μαγικό καθρέφτη ή η Σταχτοπούτα χωρίς τη στριμμένη μητριά... Οπου υπάρχει κίνδυνος εμφανίζεται και ο σωτήρας. Ο Κυνηγός σκοτώνει τον λύκο, το πριγκιπόπουλο εξορίζει τη βασίλισσα και η Σταχτοπούτα χάνει το κρυστάλλινο γοβάκι της και κερδίζει την καρδιά του πρίγκιπα και ένα βασίλειο... Βέβαια, υπάρχουν και οι παρατρεχάμενοι, που κρατούν τους δεύτερους ρόλους – η μητέρα της Κοκκινοσκουφίτσας που έστελνε στην άρρωστη γιαγιά της τη μικρή μέσα από το δάσος, μοναχούλα της, με μια συμβουλή, έτσι στο βρόντο «μακριά από τον λύκο». Και οι Επτά Νάνοι που βρήκαν οικιακή βοηθό και μαγείρισσα την πανέμορφη ξένη που χτύπησε την πόρτα του λιλιπούτειου σπιτιού τους και το μεταμόρφωσε με τη νοικοκυροσύνη και την καλωσύνη της. Και οι ζηλιάρες ετεροθαλείς αδελφές της Σταχτοπούτας που ήθελαν τον Πρίγκιπα να τις διαλέξει, αλλά δεν είχαν καμιά τύχη μπροστά στην ομορφιά της Σταχτοπούτας! Η ομορφιά, η προκοπή, η ζήλεια και ο φθόνος, ο κίνδυνος, η αγωνία και, τέλος, η δικαίωση – το «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», το τέλος κάθε παραμυθιού που σέβεται τον προορισμό του...

Σήμερα, η στήλη θα σας πει και αυτή «το Χριστουγεννιάτικο παραμύθι της», όπως κάθε χρόνο, μόνο που η Πεντάμορφη είναι η Σμύρνη, το πριγκιπόπουλο είναι ένας 17χρονος νέος, που η γενέτειρά του ήταν η πρώτη του, και τελευταία, αγάπη, και ο κίνδυνος ήρθε και την τύλιξε μέσα στις φλόγες, τη σκέπασε με πυκνούς καπνούς. Και όταν έπεσε η αυλαία της καταστροφής, έμειναν πίσω μόνο ερείπια που κάπνιζαν και η δυναμιτισμένη, άφαντη εκκλησιά με το καμπαναριό της, και μπροστά στο πέλαγος, τα καράβια της προσφυγιάς ξεμάκραιναν για πάντα...

Τα ονόματα δεν έχουν σημασία, είναι συμβολικά αν και πραγματικά, όπως και τα γεγονότα. Εκείνο που ξεχωρίζει σε αυτό το παραμύθι είναι ο πρωταγωνιστής, που δεν είναι άλλος παρά... ένα καλάθι με κάρβουνα! Αλλά, «δώσε κλώτσο στην ανέμη να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει». «Ο θείος Παναγιώτης, δεν απόκτησε παιδιά, αλλά ήταν ο πατέρας και προστάτης για τα έξι ορφανά του αδελφού του Θεοφάνη που πέθανε στο δάγκειο το 1912, όταν το μικρότερο παιδί, ο Γιώργος, ήταν επτά χρόνων. Τα δύο αδέλφια είχαν χρυσοχοείο στη Rue Franque, την Ευρωπαϊκή Οδό, στον Φραγκομαχαλά, κεντρικό σημείο της Σμύρνης που ζούσε μέρες ακμής, με τους Ελληνες κυρίαρχο στοιχείο στο εμπόριο, στα γράμματα, τις τέχνες και την ελληνική γλώσσα να μιλιέται παντού, απόδειξη πως όλες οι επιγραφές των μαγαζιών ήταν στα ελληνικά!

«Στις 31 Αυγούστου, είδαμε από το βάθος της Σμύρνης να βγαίνει καπνός. Στην αρχή δεν βάλαμε κακιά υποψία. Νομίζαμε ότι ήταν καμιά τοπική πυρκαγιά. Αλλά όσο περνούσε η ώρα και δυνάμωνε ο καπνός, αρχίσαμε να φοβόμαστε και βγήκε μια διάδοση ότι οι Τούρκοι καίνε την αρμένικη συνοικία. Δεν πέρασε από το μυαλό κανενός από εμάς ότι αυτό ήταν και η τελική καταστροφή της ωραίας μας Σμύρνης. Οτι οι Τούρκοι είχαν σκοπό να κάψουν ολόκληρη της Σμύρνη», (αυτά λέει ένα βιβλίο που γράφτηκε αργότερα, δεν κάηκε από τη φωτιά, αλλά κράτησε τη μαρτυρία του 17χρονου που βρέθηκε μέσα στο παραμύθι...). Ο θείος Παναγιώτης, που είχε να φροντίσει, να σώσει τα έξι παιδιά του αδελφού του, τη χήρα Αθανασία, διδασκάλισσα, την Μαρί, την πλούσια σύζυγό του, μόλις είδε τους καπνούς, έκανε τον σταυρό του, έκλεισε πίσω του την πόρτα και τράβηξε για το μαγαζί, όπως κάθε πρωί. Οι φλόγες δεν είχαν ακόμα φθάσει. Μπήκε μέσα, πήγε πίσω, στο βάθος, όπου ήταν η σόμπα και ο φούρνος για τα μαλάματα, πήρε ένα καλάθι, έβαλε κάρβουνα στον πάτο και τράβηξε στο μπρος μέρος του μαγαζιού. Ανοιξε μία από τις δύο κάσες (έτσι έλεγαν τα χρηματοκιβώτια από το Caisses της ευρωπαϊκής φίρμας), πήρε ό,τι βαριά κοσμήματα ήταν μέσα, τα έριξε στο καλάθι και τα σκέπασε καλά καλά με άλλα κάρβουνα. Ξανάκανε τον σταυρό του και βγήκε, κλειδώνοντας πίσω του πάλι το μαγαζί. Ο δρόμος ήταν πια γεμάτος από καπνούς και Τούρκους. Ενας τον έπιασε από το μπράτσο, όπου ήταν περασμένο το καλάθι. “Τι έχεις μέσα”; τον ρώτησε στα τουρκικά. Ο θείος Παναγιώτης που ήταν από τους λίγους Ελληνες που ήξεραν τουρκικά, απάντησε:

“Κάρβουνα για ν’ ανάψω φωτιά, έχουμε μωρό στο σπίτι”. Ο Τούρκος γέλασε δυνατά, ξεκαρδίστηκε: “Θέλεις φωτιά; Περίμενε και θα ’χεις!” Και τον άφησε να φύγει, γελώντας πάντα. Η γυναίκα του πρώτου γιου, του Χρήστου, είχε γεννήσει το δεύτερο παιδί τους. Η μοίρα του μωρού ήταν να εκπατριστεί, αλλά και να βοηθήσει την οικογένειά του να σώσει την περιουσία της! Γιατί, όταν στις 2 πια του Σεπτέμβρη, όλος ο πληθυσμός της Σμύρνης είχε συγκεντρωθεί κάτω στην προκυμαία, στο Και, πνιγμένο από τους καπνούς της πόλης που καιγόταν και η οικογένεια πήγε να μπαρκάρει στο πλοίο, να φύγει, να γλιτώσει, ένας φρουρός σταμάτησε τον θείο Παναγιώτη: “Τι έχεις μέσα στο καλάθι;” ρώτησε άγρια. “Κάρβουνα, ν’ ανάψουμε φωτιά για κανένα χαμομήλι για το νεογέννητο. Η μάνα του δεν έχει γάλα”, είπε. Το κλάμα του μωρού στην αγκαλιά της μάνας του ηρέμησε κάπως τον φύλακα. “Για να δω”, είπε κι έχωσε το χέρι του στο καλάθι με τα κάρβουνα. Ο θείος Παναγιώτης είχε μεριμνήσει και είχε ρίξει μπόλικη καρβουνόσκονη κι έτσι λερώθηκαν τα μανίκια της στολής. “Αντε, άντε”, είπε φουρκισμένος εκείνος και τους έσπρωξε ν’ ανεβούν... Αυτά τα κοσμήματα, κάτω από τα κάρβουνα, βοήθησαν τη μεγάλη οικογένεια να ορθοποδήσει στη νέα πατρίδα. Νοίκιασαν σπίτι στο Μετς, στην οδό Σορβόλου, με θέα στην Ακρόπολη. Πήραν στρωσίδια, κουβέρτες, παπλώματα, ρούχα και ό,τι χρειάζεται να στηθεί ένα νοικοκυριό, τόσο που η Αθηναία σπιτονοικοκυρά που τους το νοίκιασε, θαύμασε: “Μπράβο! Πέσαμε σε νοικοκυραίους! Τυχεροί είμαστε”. Και τους κάλεσε την Κυριακή το μεσημέρι για φαγητό, αχνιστή μακαρονάδα με μπόλικο τυρί κι ένα πηρούνι στην κορφή, να πάρουν από μια μεγάλη πηρουνιά! Αλλά αυτά τα λέει το βιβλίο, μαζί με άλλα, της χαράς, που σώθηκαν κι έσμιξαν όλοι πάλι και της αγωνίας για να βρουν δουλειά. Εκεί βοήθησαν οι λάμψεις κάτω από τα κάρβουνα, η συρμαγιά για να ξανανοίξει το χρυσοχοείο που είχε έτος ιδρύσεως 1873 – όσο γράφει ένα κουτάκι που σώθηκε κι αυτό από τη φωτιά και ήρθε στην Ελλάδα, για τη συνέχεια»...

THΛEΦOΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου