Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Χριστός γεννάται... Αλήθεια, πού;

Στις εξαθλιωμένες γωνιές του κόσμου, στις φυλακές και στα πεζοδρόμια των αστέγων, στις συναυλίες της Ομόνοιας, στις κολασμένες πλατείες, μαζί με τις πόρνες και τα αφιονισμένα παιδιά με τα θολά βλέμματα, στο τραπέζι του φτωχού και στην κραυγή του ανέστιου. Αγνοεί προκλητικά τους επηρμένους λοχίες της σιδερένιας τάξης, βάζει τα γέλια με τους ρασοφόρους που καταγγέλλουν ως προδότη έναν θεολόγο επειδή τάχθηκε υπέρ τόπου λατρείας για τους μουσουλμάνους στην Αθήνα, σφυρίζει αδιάφορα στις "αγωνίες" του λοχαγού για την ευπείθεια του κυβερνητικού λόχου.

Μαζί με τους απεργούς που διεκδικούν, πέρα και έξω από τις καθεστωτικές νόρμες που επιβάλλουν οι κυβερνητικοί συνδικαλιστές, γυρνά το πρόσωπο στη βία που γεννούν οι ψευδεπίγραφες λέξεις του πρωθυπουργού, πλησιάζει τους άθεους, τους αφορισμένους, με λόγο ευφρόσυνο, δακρύζει δίπλα στα παιδιά των φαναριών και ακούει μαύρη μουσική του νότου. Πέρα, στις πλατείες, βλέπει το οργισμένο πλήθος που ζητά γη και ελευθερία. Το βράδυ κλείνει την τηλεόραση και τα δελτία των οκτώ του φαίνονται άσκηση προπαγάνδας για τις χειρότερες ημέρες που ετοιμάζονται. Βλέπει τα ερείπια και στήνει σκηνή για να φιλοξενήσει τους απόμαχους. Φτιάχνει grafiti στους έρημους σταθμούς του μετρό, μαζί με χαρούμενα παιδιά. Πίνει τσάι και άγρια μέντα τις νύχτες, προσεύχεται σιωπηλά.

"Άναρχος Θεός εις γην...". Ποια γη; Ποια χώρα; Βλέπει τα φώτα της πολύβουης πόλης και τρομάζει με τον οικονομικό φασισμό των νέων ιεροεξεταστών. Δανείζεται τα γυαλιά τού επί των Οικονομικών και προσπαθεί να προβάρει το παγωμένο χαμόγελο που πυροβολεί ζωές και όνειρα.

Ξέρει αυτό το μυστικό νήμα που γεννά εκπλήξεις και ανατρέπει βεβαιότητες και καθεστώτα. Λάμνει ακόπως μέσα στα χαλάσματα της νέας φτώχειας και δίνει κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Βλέπει φιγούρες ανθρώπων να βγαίνουν από στοές, άνθρωποι που κάποτε ήταν αστοί και σήμερα είναι απλώς κάτοχοι του τίποτε. Πηγαίνει στην επίσημη δοξολογία για την γέννησή του και θλίβεται. Εκεί μέσα είναι όλοι οι ολετήρες, αυτοί που κοπροκράτησαν τη χώρα. Θυμώνει, «ζητήστε και θα σας δοθεί» λέει στο πλήθος που τον πλησιάζει, «αυτός που ψάχνει βρίσκει τους τρόπους για φτιάξει πάλι τα πράγματα».

«Με λένε Μαρία, με λένε Ελευθερία, με λένε Μαγδαληνή», είπε η γυναίκα δίπλα του, σ' έναν βιαστικό ρεπόρτερ που έκανε θέμα για τις γιορτές. Εκείνος την κοίταξε απορημένος, κοίταξε τα ρούχα της που ήταν άλλου καιρού, παλιού καιρού, και θεώρησε πως είχε να κάνει με μια γραφική. «Κι αυτός ποιος είναι;» «Ο Ιησούς από την Ναζαρέτ»... Ο ρεπόρτερ έβαλε τα γέλια κι έφυγε τρέχοντας. Η γυναίκα δεν έδωσε σημασία. «Είναι ώρα να φύγουμε», του λέει, «έχουμε να πάμε κι αλλού, υπάρχουν κι αλλού έρημες χώρες».

Σκιές και ομίχλη ένας παγωμένος βοριάς σαρώνει την πλατεία Συντάγματος. Εκείνος, ήρεμος πια, προχωρά ανάμεσα στο βουβό πλήθος και στρίβει πέρα στο βάθος. «Χρόνια πολλά», του λέει η γυναίκα και τον χαϊδεύει τρυφερά. «Ξέρεις πως αυτό δεν είναι αλήθεια», της απαντά εκείνος γαλήνια. «Χρόνια καλά για τους εξόριστους αυτού του κόσμου», γράφει κάτω στο δρόμο, κι ύστερα, με κάποιον τρόπο εντελώς απρόοπτο, παίρνει τη γυναίκα και χάνονται.

  • ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ, Η ΑΥΓΗ: 26/12/2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου