Τετάρτη 22 Απριλίου 2009

Πασχαλινή πασαρέλα στη Μύκονο

  • «Κρίση; Ποια κρίση;» αναφωνούσαν οι εκδρομείς της Μυκόνου, το Πάσχα. Τα στενά σοκάκια είχαν την συνήθη λαοπλημμύρα και τα πλοία ξεφόρτωναν στο λιμάνι του Τούρλου εκατοντάδες τζιπ υψηλού κυβισμού, που αναχωρούσαν για τις διάσπαρτες βίλες στους κόλπους του νησιού. Βράδυ Μεγάλης Πέμπτης και η «πασαρέλα» στο Γιαλό είχε ήδη στηθεί.
  • Παρφουμαρισμένα ζευγάρια με καλά σπορ ρούχα, αστραφτερά κοσμήματα και επώνυμα ρολόγια έκαναν τη βόλτα τους. Νεοφερμένοι τουρίστες με κοντομάνικα, παρά την ψυχρούλα, ένιωθαν ότι ήταν ήδη καλοκαίρι. Παρέες πιτσιρικάδων με μπίρες ανά χείρας, έτοιμοι να ζήσουν την glamorous βραδινή ζωή. Η πανσπερμία σε όλο της το μεγαλείο. Μια μικρή Βαβέλ που στριμώχνεται στους φρεσκοασβεστωμένους δρόμους. «Typical Mykonos», όπως δήλωσε στην παρέα του ένας νεαρός Αμερικανός, που φαινόταν ότι ήταν παλιός γνώριμος του νησιού.

Διαφήμιση αντηλιακού

  • Η κίνηση πύκνωσε ακόμα περισσότερο τη Μεγάλη Παρασκευή. Το μεσημέρι στο Nammos, το κοσμικό εστιατόριο στην Ψαρρού, δεν έπεφτε καρφίτσα. Οι αλλοδαποί παρκαδόροι, προειδοποιούσαν τους οδηγούς να μην κατεβούν μέχρι κάτω, γιατί τα πάρκινγκ ήταν γεμάτα. Στην παραλία, η κατάσταση θύμιζε casting για διαφήμιση αντηλιακού. Εκεί συνωστίζονταν όλοι όσοι είχαν ξοδέψει άπειρες ώρες στα γυμναστήρια τις κρύες ημέρες του χειμώνα. Να όμως που έφτασε η μέρα της δικαίωσης και έβγαλαν τους κοιλιακούς και τους γλουτούς στον ήλιο, επάνω σε χνουδωτές πετσέτες από μεγάλους οίκους μόδας. Εννοείται ότι κανείς δεν τολμούσε να κολυμπήσει, για να μην στραπατσάρει το άψογο image στο παγωμένο νερό των Κυκλάδων. Οι μορφασμοί δεν είναι chic.
  • Ανάμεσα στους «λουόμενους» περιφερόταν ένας νεαρός που έπαιζε σαξόφωνο, κάνοντας ακόρντο στις μπόσα νόβα μελωδίες που ακούγονταν από τα ηχεία του εστιατορίου. Κάτω από την καλαμωτή του Nammos, επικρατούσε (τεχνητό) κέφι. Εύπορες ελληνικές οικογένειες με τους γόνους τους ξεκοκάλιζαν αστακούς, κάπνιζαν τεράστια πούρα και έπεφταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, με την ευσυγκινησία της καλοπέρασης. Ο βουλευτής Γεράσιμος Γιακουμάτος μοίραζε χαμόγελα στους θαμώνες. Στον πάγκο του μπαρ, τα φρέσκα όστρακα περίμεναν υπομονετικά να σερβιριστούν στους νηστεύοντες. Ακριβώς δίπλα στο εστιατόριο, γνωστό μαγαζί ρούχων πουλούσε Τ Shirt που ξεκινούσαν από 250 ευρώ. Και ο κόσμος αγόραζε.
  • Η κατάνυξη συνεχίστηκε το βράδυ. Την ώρα που περνούσε ο Επιτάφιος από τον Γιαλό, κάποιοι που έτρωγαν σηκώθηκαν όρθιοι με ευλάβεια κρατώντας ακόμα στο χέρι το πιρούνι με το καμακωμένο χταπόδι. Αλλοι γύριζαν την πλάτη στην πομπή και συνέχισαν ατάραχοι το φαγητό. Οι ξένοι παρακολουθούσαν αμήχανοι τις φολκλορικές σκηνές με την περιφορά του Εσταυρωμένου. Στην πόλη επικρατούσε αναβρασμός. Τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά, η Μικρή Βενετία ήταν γεμάτη κόσμο και η Παραπορτιανή άστραφτε από τα φλας. Η Μύκονος δεν χάνει ποτέ τη φωτογένειά της.
  • Το Μεγάλο Σάββατο προσφερόταν για βόλτα με το αυτοκίνητο. Η Φτελιά ήταν ερημωμένη, μιας και το γνωστό στέκι δεν έχει ανοίξει ακόμα. Το Αγράρι είχε μια ποιητική ομορφιά, χωρίς τις ομπρέλες και τα αυτοκίνητα. Ο Αγιος Σώστης, άδειος και αυτός, με νερά όμορφα και γαληνεμένα. Σε λίγο θα περάσουν τα ειδικά μηχανήματα που θα καθαρίσουν την άμμο από τα σκουπίδια και τα φύκια για να δείχνει παρθένα, σαν καρτ ποστάλ. Οι πλαγιές καταπράσινες με εκατοντάδες αγριολούλουδα, περίμεναν το καλοκαίρι και την έλευση των βαρβάρων. Δεν υπάρχει έκταση που να μην έχει κτιστεί. Τουλάχιστον όμως τα περισσότερα σπίτια είναι καλαίσθητα και θα μπορούσαν άνετα να κοσμήσουν σελίδες αρχιτεκτονικών περιοδικών. Σε αυτά τα απομακρυσμένα καταφύγια, μακριά από τους κοσμικούς, μαζεύονται συνήθως εκείνοι που απολαμβάνουν το νησί και δεν θέλουν να μπουν στο παιχνίδι «ήρθα για να δω και να με δουν». Αποτραβιούνται σιωπηλά και κάνουν επιλεγμένες εμφανίσεις σε εστιατόρια. Η incognito πλευρά της Μυκόνου.

Αναμονή για φαγητό

  • Στη μικρή παραλία του Πάνορμου, η παραθαλάσσια ταβέρνα ήταν ανοιχτή. Οσοι είχαν προνοήσει να κάνουν κράτηση έβρισκαν τραπέζι, ανάμεσα σε wannabe μοντέλα με πέδιλα και φρεσκοβαμμένα νύχια, πανομοιότυπες ξανθές κυρίες και κυρίους που βούλιαζαν τα Tod’s μοκασίνια τους στην άμμο. Τα παιδάκια τα αναλάμβαναν οι Φιλιππινέζες, οι οποίες κουβαλούσαν κουβαδάκια, φτυαράκια και καρότσια. Τα Bellini (τα διάσημα κοκτέιλ που λανσάρισε το Harry’s Bar της Βενετίας) κόστιζαν 18 ευρώ και το γιουβέτσι με την καραβιδόψυχα έκανε δύο ώρες για να φτάσει στο τραπέζι. Το προσωπικό υπερέβαλλε εαυτόν αλλά δεν επαρκούσε.
  • Το αναστάσιμο φως κατέφθασε στην ώρα του. Στο Μοναστήρι στην Ανω Μερά, οι πιστοί αλληλοκοιτάζονταν με ελαφρά ζηλοφθονία (όπως τα βλέμματα που ανταλλάσσουν οι κυρίες σε επιδείξεις μόδας), με μεγάλη έγνοια να μη στάξουν τα κεριά στα σινιέ μοντελάκια. Πλούσιοι και φτωχοί, άσημοι και διάσημοι, ντόπιοι και επισκέπτες, συναντήθηκαν στην αναστάσιμη τελετή και μετά πήγαν κατευθείαν στα εστιατόρια. Για 45 λεπτά, τα αυτοκίνητα ήταν ακινητοποιημένα. Η μαγειρίτσα συμπεριλαμβανόταν στο στάνταρ μενού (ακόμα και στα ιταλικά ριστοράντι) αλλά κόστιζε table d’h�te. Φύγαμε εξαντλημένοι την Κυριακή του Πάσχα. Ο ταξιδιωτικός πράκτορας μάς ορκίστηκε ότι αγοράσαμε το τελευταίο εισιτήριο στην business class του ταχύπλοου. Περιέργως, όταν επιβιβαστήκαμε ήταν εντελώς άδεια...
  • Tης Μαργαριτας Πουρναρα, Η Καθημερινή, 22/04/2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου