Σάββατο 18 Απριλίου 2009

Ο κόσμος μύλος κι ο Θεός μυλωνάς

  • Oπως ο Χριστός, που δεν έγραψε τίποτε, παρά μονάχα κάποιες λέξεις πάνω στο χώμα όταν οι γραμματείς και οι φαρισαίοι τον ρωτούσαν τι πρέπει να υποστεί μια γυναίκα επί μοιχεία κατειλημμένη, κι όπως ο Σωκράτης πριν από αυτόν, έτσι και ο Πυθαγόρας δεν έγραψε τίποτε· «αυτού [Πυθαγόρου] μεν ουν ουδέν ομολογείται σύγγραμμα» γράφει ο Ιώσηπος. Στο κενό της προσωπικής του γραφής άνθησε ολόκληρη φιλολογία αλλά και μυθολογία, η οποία κάποιες περιπτώσεις έπαιρνε τα γνωρίσματα της θεολογίας, αφού ορισμένοι μαθητές του φιλοσόφου από τη Σάμο, οι Ακουσματικοί, τον τιμούσαν σαν θεό. Εν πάση περιπτώσει, ένας από τους κανόνες που επέβαλλε στους μαθητές του (ή στους πιστούς του) όριζε την αποχή από τα κουκιά. Το γιατί δεν είναι σαφές, ή μάλλον η ερμηνεία της εντολής δεν είναι μονοδιάστατη, όπως φαίνεται και από τα λεγόμενα του Διογένη του Λαέρτιου: «Φησί δ’ Αριστοτέλης εν τω περί Πυθαγορείων παραγγέλλειν αυτόν απέχεσθαι των κυάμων ή ότι αιδοίοις εισίν όμοιοι ή ότι Αϊδου πύλαις (αγόνατον μόνον)· ή ότι φθείρει ή ότι τη του όλου φύσει όμοιον· ή ότι ολιγαρχικόν· κληρούνται γουν αυτοίς». Δηλαδή: «Ο Αριστοτέλης λέει, στο έργο του που αναφέρεται στους πυθαγόρειους, ότι ο Πυθαγόρας τους παράγγειλε να απέχουν από τα κουκιά, είτε επειδή μοιάζουν με τα απόκρυφα μέρη είτε επειδή είναι σαν τις πύλες του Αδη (γιατί αυτό είναι το μόνο φυτό που δεν έχει γόνατα), είτε επειδή είναι επικίνδυνα για την υγεία είτε επειδή μοιάζουν με τη φύση του σύμπαντος, ή ακόμα επειδή είναι ολιγαρχικά (γιατί με αυτά κληρώνονται οι άρχοντες» (G.S. Kirk - J.E. Raven - M. Schofield, «Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι», μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, ΜΙΕΤ, 1988). «Γόνατα», στην ορολογία της φυτολογίας που ισχύει και σήμερα, είναι οι θέσεις πάνω στο βλαστό όπου δημιουργούνται τα φύλλα. Αλλά βέβαια το θέμα που μας ενδιαφέρει σήμερα, μέρα Πασχαλιάς, δεν μπορεί παρά να είναι οι πύλες του Αδη, η δι’ αυτών κάθοδος στο σκοτεινό βασίλειο και η επιστροφή στο φως, όπως μυθολογήθηκαν στην ελληνική αρχαιότητα ή αποδόθηκαν από ποιήματα του νεότερου ελληνισμού. Τον Αδη οι αρχαίοι τον αποκαλούσαν Ευρύπυλο, επειδή οι πύλες του βασιλείου του ήταν μεγάλες, και Πυλάρτη, επειδή κρατούσε τα κλειδιά που άνοιγαν τις πύλες.
  • Η κατάβαση στον Αδη ή η ανάκληση της ψυχής των νεκρών, με πρωταγωνιστές μυθικούς ήρωες ή ταπεινούς ανθρώπους, υπήρξε λογοτεχνικός τόπος αγαπημένος στο πέρασμα των αιώνων, από την «Οδύσσεια» στον Λουκιανό και τους «Νεκρικούς Διαλόγους» του (σε δύο από τους οποίους ο κυνικός φιλόσοφος Μένιππος και ο μπαλωματής Μίκυλλος αρνούνται να πληρώσουν τον απαραίτητο οβολό, αυτόν που έθεταν στο στόμα του νεκρού οι αρχαίοι, όπως τίθεται και σήμερα ακόμα σε κάμποσα χωριά) κι ύστερα στον Δάντη, τον Μιχαήλ Ψελλό, τον Μπεργαδή, τον Ιωάννη Πικατόρο. Κατά την πίστη των αρχαίων, σε πολλά μέρη του κόσμου υπήρχαν τα «στόμια του Αδη», όπου ήταν ευκολότερο να ανακληθούν οι ψυχές των νεκρών διά των σχετικών ιεροπραξιών. Στην ομηρική Νέκυια, ο Οδυσσέας φτάνει στη χώρα των Κιμμερίων, ανοίγει με το σπαθί του έναν μεγάλο λάκκο κι εκεί «έχυσε γύρω από τα χείλη του σπονδές προς όλους τους νεκρούς· / πρώτα μέλι με γάλα, κρασί μετά γλυκό, τρίτο νεράκι, / και πάνω εκεί πασπάλιζε λευκό κριθάλευρο». Κι έτσι «ευθύς μαζεύτηκαν, / από το έρεβος του κάτω κόσμου ψυχές νεκρών» (η μετάφραση του Δ.Ν. Μαρωνίτη). Δεν ήταν λίγες οι πύλες καθόδου που χρησιμοποίησαν οι ήρωες για να κατεβούν ζώντες και να επανέλθουν, όπως ο Ορφέας, ο Θησέας και ο Ηρακλής (δύο φορές αυτός, τη μια για να ελευθερώσει τον Θησέα, την άλλη για να ξαναφέρει στον κόσμο την Αλκηστη). Εκτός από την ομηρική δίοδο στη χώρα των Κιμμερίων, οι μύθοι επέτρεπαν την κάθοδο (και, για τους ευνοημένους της μοίρας, την άνοδο) από το Ταίναρο, την Αχερουσία, την Αορνο λίμνη στην Ιταλία, την Αττική, την Ερμιόνη (που υποτίθεται πως ήταν η συντομότερη οδός ώς τον Αδη, γι’ αυτό και οι κάτοικοι της περιοχής δεν έβαζαν οβολό στο στόμα των νεκρών), τη Λέρνη, αλλά και από την Αφρική, την Ασσυρία και την Ισπανία. Σχεδόν κάθε χάσμα της γης ή σπήλαιο λογιζόταν σαν οδός καταβάσεως, ίσως επειδή όλοι οι δρόμοι οδηγούν στον άφευκτο θάνατο.
  • Για να ανταποκριθεί στην πάγια απορία του ανθρώπου για το τι ενδέχεται να υπάρχει ή να συμβαίνει στο επίφοβο «μετά», η λογοτεχνία άνοιξε τους δικούς της δρόμους για να επισκεφθεί και να γνωρίσει το βασίλειο του Αδη και να καταστήσει θεατό τον Αθέατο· αυτό σημαίνει άλλωστε το όνομα Αδης (λέξη σύνθετη από το άλφα στερητικό και το «ιδείν»), τον αόρατο δηλαδή, που χρωστούσε την ιδιότητά του αυτή στην «κυνή», τον μαγικό σκούφο που φορούσε. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης συντέθηκαν τρία ποιήματα με θέμα την κατάβαση στον Αδη, το ένα ανώνυμο, υπό τον τίτλο «Παλαιά και Νέα Διαθήκη», και τα άλλα δύο επωνύμων Ελλήνων ποιητών ιταλικής καταγωγής, ο «Απόκοπος» του Μπεργαδή και η «Ρίμα θρηνητική εις τον πικρόν και ακόρεστον Αδην», «ποίημα κυρ-Ιωάννου Πικατόρου εκ πόλεως Ρηθύμνης» (η «Ρίμα» κυκλοφόρησε πρόσφατα, από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις, σε κριτική έκδοση του Wim F. Bakker και του Arnold van Gemert, με τη συνεργασία του Walter G. Brokkaar. «Ο “Απόκοπος” και η “Ρίμα θρηνητική”», σημειώνουν οι επιμελητές της «Ρίμας», «είναι από τα πρώτα και τα βασικότερα κείμενα για τη γνώση της ελληνικής λαϊκής παράδοσης σχετικά με τον Κάτω Κόσμο και τον Χάρο. Ενώ η Ορθοδοξία δέχεται πως μετά το θάνατο οι ψυχές των νεκρών κρίνονται αμέσως “μερικώς” και δοκιμάζουν ήδη, στη μεσαία κατάσταση όπου βρίσκονται, μια πρόγευση του Παραδείσου ή της Κόλασης, ο ελληνικός λαός πίστευε γενικά πως ο Χάρος μεταφέρει όλους τους νεκρούς στον Αδη».
  • Και στον «Απόκοπο» και στην πιο σκοτεινή «Ρίμα», το όχημα που φέρνει στους ήρωες στον Κάτω Κόσμο είναι το όνειρο, με τη διαφορά ότι ο ήρωας του «Απόκοπου» πέφτει να κοιμηθεί κουρασμένος («Μιαν από κόπου ενύσταξα, να κοιμηθώ εθυμήθην· / έθεκα στο κλινάρι μου κ’ ύπνον αποκοιμήθην»), ενώ στη «Ρίμα» ο αφηγητής–ήρωας πλαγιάζει μήπως βρει στον ύπνο φάρμακο για τις πίκρες του («Ως πρικαμένος με χολήν, διατί πολλά εγρύπνουν, / ήθελαν αποκοιμηθώ, να πάρω αέραν ύπνου»). Με το «Εφανίστη μου» αρχίζουν οι εξιστορήσεις όσων είδαν κατ’ όναρ οι πρωταγωνιστές των δύο ποιημάτων, το περιεχόμενό τους ωστόσο διαφέρει. Είναι αποκαρδιωτικά σαφή πάντως όσα λέει ο Χάρος στον αφηγητή της «Ρίμας»: «Ξεύρε, φίλε μου, κι ο κόσμος μύλος έναι, / και νοικοκύρης τον κρατεί κι αργό· ποτέ δεν έναι· / κι άνωθεν έναι ο μυλωνάς, ο Θεός αυτός γροικάται· / κι άμα τ’ ορίσει, πάραυτα ο μύλος ’ς μιον κινάται / κι άλλους αλέθει και μασεί και βάνει τους στον Αδη / κι άλλους σηκώνει εκ τον βυθόν στου κόσμου το λαγκάδι». Ο κόσμος σαν μύλος κι ο θεός σαν μυλωνάς...
  • Tου Παντελη Μπουκαλα, Η Καθημερινή, 18/04/2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου